Διαχείριση εδάφους

Επιλογή κατάλληλης θέσης για την εγκατάσταση νέων ελαιώνων

Για την εγκατάσταση νέων ελαιώνων πρέπει να επιλέγεται η κατάλληλη θέση για την καλή ανάπτυξη και καρποφορία των δέντρων, την αποφυγή ζημιών από ακραία καιρικά φαινόμενα, την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας της καλλιέργειας. Οι παράγοντες που εξετάζουμε για την αξιολόγηση μιας θέσης είναι τα χαρακτηριστικά του εδάφους, το μικροκλίμα και οι κοινωνικο-οικονομικές ιδιαιτερότητες της περιοχής (Σφακιωτάκης, 1993).

Η ελιά αναπτύσσεται και καρποφορεί καλά σε βαθιά αμμοπηλώδη εδάφη με καλή υγρασία και στράγγιση (Σφακιωτάκης, 1993). Καλό είναι το pH του εδάφους να είναι μεταξύ 6-8 και σε περιπτώσεις απόκλισης να διορθώνεται είτε με κατάλληλα εδαφοβελτιωτικά (π.χ. γύψο, ασβέστη, δολομίτη) είτε με αντίστοιχα λιπάσματα. Ελαιόδεντρα που αναπτύσσονται σε εδάφη με κακή στράγγιση εκτός από τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών παρουσιάζουν και κακή ανάπτυξη, που πολλές φορές συγχέεται με φυτοπαθολογικά ή θρεπτικά αίτια.

Οι καλλιεργητικές εργασίες του εδάφους που πρέπει να προηγούνται της εγκατάστασης των δενδρυλλίων είναι οι εξής:

  • Απομάκρυνση προηγούμενων καλλιεργειών και φυτικών υπολειμμάτων
  • Δειγματοληψία εδάφους και ανάλυση για τη θρεπτική κατάσταση και εδαφογενή παθογόνα
  • Εφαρμογή βασικής λίπανσης
  • Βαθειά άροση του εδάφους για βελτίωση της δομής και ενσωμάτωσης των λιπασμάτων και άλλων εδαφοβελτιωτικών αν χρειάζεται (κοπριά, ασβέστης, γύψος, κτλ.)
  • Σχεδιασμός διάταξης φύτευσης και σήμανση θέσεων φύτευσης
  • Διάνοιξη λάκκων φύτευσης και ενσωμάτωση λιπασμάτων και εδαφοβελτιωτικών (άμμος, χαλίκι, κτλ.)
  • Φύτευση των δενδρυλλίων.

Καλλιεργητικές εργασίες διαχείρισης του εδάφους

Η διαχείριση του εδάφους αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι ελαιοκαλλιεργητές επιλέγουν και υλοποιούν μηχανικές ή μη επεμβάσεις στο έδαφος για τη διαμόρφωση του χωραφιού, την καταστροφή των ζιζανίων, την ενσωμάτωση λιπασμάτων και εδαφοβελτιωτικών. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται ώστε να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικοχημικών και βιολογικών ιδιοτήτων του εδάφους και να αποφεύγονται πρακτικές που ευνοούν τη διάβρωση και την ερημοποίηση.

Επιλογή του κατάλληλου συστήματος διαχείρισης του εδάφους

Το σύστημα καλλιέργειας του εδάφους στην ελαιοκομία διαφέρει ανάλογα με το έδαφος, το κλίμα, τις βροχοπτώσεις, την τοπογραφία κ.τ.λ.

Τα συστήματα κατεργασίας μπορεί να ταξινομηθούν:

  • Με βάση το βαθμό έντασης της κατεργασίας (εντατική, μειωμένη, ακαλλιέργεια)
  • Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται (φρέζα, άροτρο, καλλιεργητής, καταστροφέας κ.τ.λ.)
  • Το βάθος (επιφανειακή, βαθιά κατεργασία)
  • Τον τρόπο κατεργασίας (με αναστροφή, χωρίς αναστροφή εδάφους).

Τα κυριότερα συστήματα διαχείρισης του εδάφους είναι η συνεχής καλλιέργεια, η ακαλλιέργεια με ζιζανοκτονία, η χορτοκοπή, η βόσκηση, η φυτοκάλυψη με χορτοδοτικά φυτά και ο συνδυασμός καλλιεργητικών τεχνικών.

Μηχανική καλλιέργεια

Η μηχανική καλλιέργεια έχει πολλά πλεονεκτήματα και προτιμάται ειδικά στις πεδινές περιοχές όπου και η εφαρμογή της είναι πιο εύκολη. Η καλλιέργεια του εδάφους γίνεται για τον έλεγχο των ζιζανίων, τη βελτίωση της διαπερατότητας και την εξασφάλιση καλύτερου αερισμού στο έδαφος. Συχνά συνδυάζεται με το παράχωμα λιπασμάτων και κοπριάς. Η μηχανική καλλιέργεια περιλαμβάνει την ενσωμάτωση των ζιζανίων στο έδαφος και διενεργείται το χειμώνα μετά τη συγκομιδή (καταστροφή ζιζανίων, ενσωμάτωση λιπασμάτων) και την άνοιξη (καταστροφή ζιζανίων, διατήρηση υγρασίας εδάφους) με φρέζα, εδαφοκαλλιεργητή ή δισκάροτρα αν και εφόσον είναι αναγκαίο. Οι αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκληθούν με την συνεχή καλλιέργεια είναι η καταστροφή στις επιφανειακές ρίζες της ελιάς (και δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τη διάδοση εδαφογενών ασθενειών), η συμπίεση στα βαθύτερα στρώματα του εδάφους, μείωση της περιεκτικότητας σε οργανική ουσία και αλλοίωση της φυσικής δομής του εδάφους. Ιδιαίτερα αισθητά είναι τα αρνητικά αποτελέσματα της καλλιέργειας του εδάφους στους επικλινείς ελαιώνες όπου το φαινόμενο της επιφανειακής απορροής εκδηλώνεται έντονα και έχει ως αποτέλεσμα τη διάβρωση του εδάφους.

Η μηχανική κατεργασία του εδάφους πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο και μόνο εφόσον κρίνεται αναγκαία η εφαρμογή της.

Τόσο το είδος κατεργασίας όσο και τα μηχανήματα εδαφοκατεργασίας και χορτοκοπής που επιλέγονται πρέπει να είναι ανάλογα του σκοπού της εκάστοτε επέμβασης έχοντας την κατά δυνατόν ελάχιστη αρνητική επίδραση στην δομή του εδάφους. Επίσης, για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και τον περιορισμό του κινδύνου εδαφικής διάβρωσης, ο παραγωγός οφείλει να προστατεύει και να μην καταστρέφει τις αναβαθμίδες, τις ξερολιθιές, τα αναχώματα και τα φυσικά πρανή, στα όρια των αγροτεμαχίων.

Η κατεργασία του εδάφους πρέπει να είναι επιπόλαια (<10 εκ.) ή κοινή (11-20 εκ.) και τα μηχανήματα κατεργασίας που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό να είναι ελαφρού τύπου, έτσι ώστε να μην επηρεάζεται αρνητικά η δομή του εδάφους και η ανάπτυξη των ελαιόδεντρων.

Χημική ζιζανοκτονία

Η χημική ζιζανιοκτονία έχει σημαντικά πλεονεκτήματα για ελαιώνες ορεινών περιοχών ή επικλινών θέσεων. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει συμβάλει καθοριστικά στη μείωση του κόστους καταπολέμησης των ζιζανίων και στον περιορισμό των προβλημάτων που συνδέονται με τη διάβρωση του εδάφους και την υποβάθμιση της γονιμότητάς του.

Η μέθοδος χαρακτηρίζεται και ως ακαλλιέργεια με το δεδομένο ότι δεν πραγματοποιείται μηχανική κατεργασία (καλλιέργεια) του εδάφους. Τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης μεθόδου έναντι της καλλιέργειας είναι ότι δεν διαταράσσεται η φυσική δομή του εδάφους, δεν προκαλούνται ζημιές και τραυματισμοί στο επιφανειακό ριζικό σύστημα των δέντρων, μειώνεται ο κίνδυνος εξάπλωσης εδαφογενών παθογόνων, αποφεύγεται η συμπίεση του εδάφους, αυξάνεται η περιεκτικότητα σε οργανική ουσία και το κυριότερο αποφεύγονται οι διαβρώσεις.

Ένα ζιζάνιο που σε αρκετές περιπτώσεις έχει θετικό ρόλο στο οικοσύστημα του ελαιώνα είναι η οξαλίδα ή ξυνίδα (Oxalis pes-caprae). Ως θετική ιδιότητα της οξαλίδας πρέπει να αναφερθεί η προστασία κατά της διάβρωσης που παρέχει σε επικλινή εδάφη κατά τη διάρκεια των χειμερινών βροχοπτώσεων με τον πυκνό χλοοτάπητα που δημιουργεί. Μετά το τέλος του χειμώνα οπότε σταματούν οι βροχές, η ξυνίδα σταδιακά ξεραίνεται παύοντας έτσι να ανταγωνίζεται με τα ελαιόδεντρα για την εδαφική υγρασία.

Παρόλα αυτά παρουσιάζει και μειονεκτήματα με το κυριότερο να είναι η επιβάρυνση του εδάφους από τη χρήση των ζιζανιοκτόνων και ιδίως αυτών μεγάλης υπολειμματικής δράσης. Κατά την εφαρμογή, ο ελαιοκαλλιεργητής οφείλει να καταπολεμά εκείνα τα ζιζάνια που καθίστανται επιζήμια για την ελαιοκαλλιέργεια χρησιμοποιώντας εγκεκριμένα ζιζανιοκτόνα για την καλλιέργεια της ελιάς στην Ελλάδα.

Αξίζει να αναφερθεί όμως ότι σε ιδιαίτερα προβληματικές περιοχές (μεγάλες κλίσεις, ανώμαλο ανάγλυφο) η ακαλλιέργεια σε συνδυασμό με ζιζανοκτονία και στάγδην άρδευση επέτρεψε στην ελαιοκαλλιέργεια αρκετά ικανοποιητικές αποδόσεις. Η εφαρμογή των ζιζανιοκτόνων πρέπει να γίνεται με τρόπο τέτοιο ώστε να μην επιβαρύνεται το περιβάλλον, να μην ζημιώνονται τα ελαιόδεντρα και να μην υποβαθμίζεται η ποιότητα των παραγόμενων ελαιόκαρπων.

Χορτοκοπή

Η καταπολέμηση των ζιζανίων με τη χρήση χορτοκοπτικών εργαλείων ή μηχανημάτων είναι ένα σύστημα διαχείρισης του εδάφους που θεωρείται από τα πιο φιλικά στο περιβάλλον, αλλά χαρακτηρίζεται και από σημαντικές πρακτικές δυσκολίες. Με τη χορτοκοπή δεν διαταράσσεται η δομή του εδάφους, δεν προκαλούνται ζημιές και τραυματισμοί στο επιφανειακό ριζικό σύστημα των δέντρων, μειώνεται ο κίνδυνος εξάπλωσης εδαφογενών παθογόνων, αποφεύγεται η συμπίεση του εδάφους, αυξάνεται η περιεκτικότητα σε οργανική ουσία και αποφεύγονται οι διαβρώσεις.  

Φυτοκάλυψη

Δύο από τα σημαντικότερα οικολογικά προβλήματα των οικοσυστημάτων επικλινών ελαιώνων είναι η διάβρωση και η πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία. Η ελεγχόμενη φυτοκάλυψη έχει βρει εκτεταμένη πρακτική εφαρμογή κυρίως στις πρωτοπόρες ελαιοπαραγωγικές χώρες Ισπανία και Ιταλία, καθώς συντελεί στην βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους, στην καλύτερη απορρόφηση του νερού της βροχής του χειμώνα, ιδιαίτερα σε επικλινείς ελαιώνες και στην προστασία του εδάφους από τη διάβρωση. Συνιστάται η σπορά ψυχανθών (βίκος, κουκιά, κτλ.) το φθινόπωρο για τον εμπλουτισμό του εδάφους με άζωτο. Την άνοιξη τα φυτά παραχώνονται στο έδαφος ή κόβονται με χορτοκοπτικό πριν την ανθοφορία τους ώστε να μην ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα σε νερό και θρεπτικά συστατικά αλλά και να μην εναποθέσουν το σπόρο τους στο έδαφος και συνεχίσουν να πολλαπλασιάζονται. Το σύστημα της χλωρής λίπανσης αποδίδει καλύτερα σε περιοχές με πολλές βροχοπτώσεις. Από μελέτες με διάφορα δημητριακά ή ψυχανθή ως χορτοδοτικά φυτά σε επικλινείς (κλίση 30%) ελαιώνες στην Ισπανία αποδείχτηκε ότι η χλωρή λίπανση μειώνει τις απώλειες εδάφους στο 10% συγκρινόμενη με την καλλιέργεια και στο 5% συγκρινόμενη με την ακαλλιέργεια, με συνεχή ζιζανιοκτονία. Στις περισσότερες περιοχές της Κρήτης εφαρμόζεται ένα λιγότερο εντατικό σύστημα ζιζανιοκτονίας συγκριτικά με τις παραπάνω χώρες στο οποίο αφήνετε να αναπτυχθεί η φυσική βλάστηση κατά τη διάρκεια του χειμώνα και οι παραγωγοί παρεμβαίνουν την άνοιξη, οπότε ο κίνδυνος διάβρωσης είναι περιορισμένος. Το συγκεκριμένο σύστημα αποτελεί μια παρεμφερή εφαρμογή με μικρότερο κόστος αλλά και μικρότερη συνεισφορά στην αύξηση της οργανικής ουσίας του εδάφους.

Συνδυασμός καλλιεργητικών τεχνικών

Το μικτό σύστημα περιορισμένης καλλιέργειας εφαρμόζεται με ικανοποιητικά αποτελέσματα για την μείωση των δαπανών της ζιζανιοκτονίας. Κατά το σύστημα αυτό εφαρμόζονται ζιζανιοκτόνα στην περιοχή κάτω από την κόμη των δέντρων ενώ το υπόλοιπο μέρος του ελαιώνα καλλιεργείται. Αναλόγως τις συνθήκες και τις κλίσεις η καλλιέργεια πραγματοποιείται πριν ή μετά την περίοδο των βροχοπτώσεων (χλοοτάπητας ως προστασία κατά την διάβρωσης). Το μικτό σύστημα στην ιδανική περίπτωση συνδυάζει τα προτερήματα της ακαλλιέργειας με αυτά της καλλιέργειας. Το σύστημα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εφαρμόζεται σε επικλινείς ελαιώνες καθώς προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση και βοηθά στον εμπλουτισμό του εδάφους με νερό.

Κυριότερα προβλήματα στη διαχείριση του εδάφους

Διάβρωση Εδάφους

Σε ελαιώνες όπου ο κίνδυνος διάβρωσης του εδάφους είτε από νερό είτε από αέρα είναι αισθητός πρέπει να λαμβάνονται ειδικά μέτρα που περιορίζουν την εκδήλωση του φαινόμενου. Γενικότερα, ευαίσθητα στην διάβρωση θεωρούνται τα εδάφη που παρουσιάζουν μειωμένη περιεκτικότητα σε άργιλο και ιδιαίτερα τα αβαθή εδάφη. Σε επίπεδους ελαιώνες, τα ελαφριάς κυρίως σύστασης εδάφη κινδυνεύουν από διάβρωση από αέρα, ενώ σε επικλινείς ελαιώνες κυρίως από υδατική διάβρωση (βλέπε Κεφ. 1). Τα εδάφη παρουσιάζουν διαφορετική ευαισθησία στη διάβρωση ανάλογα με το μητρικό πέτρωμα από το οποίο έχουν σχηματιστεί. Έτσι οι σχιστόλιθοι είναι πιο ευαίσθητοι από τα κροκαλοπαγή ενώ λιγότερο ευαίσθητες είναι οι μάργες.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η καλλιέργεια του εδάφους σε λωρίδες κάθετες προς την κλίση του εδάφους. Με τη συγκεκριμένη πρακτική επιτυγχάνεται ικανοποιητικός περιορισμός των ζιζανίων, εξοικονόμηση εδαφικής υγρασίας αλλά και μείωση του κινδύνου διάβρωσης, συγκριτικά με την πλήρη καλλιέργεια του εδάφους. Όπως φαίνεται και από το 1ο κεφάλαιο (1.1.), μεγάλη κλίση εδάφους σε επικλινείς ελαιώνες καθιστά την μηχανική κατεργασία του εδάφους σχεδόν απαγορευτική και αιτιολογείται σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, ακολουθώντας πάντα τους κανόνες τις νέας Κ.Α.Π. Σημειώνεται ότι στις ζώνες με υψηλό δυναμικό διάβρωσης πρέπει να εφαρμόζεται το ειδικό σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση της απερήμωσης.

Τέλος, σημαντικός παράγοντας που ευνοεί τη διάβρωση επικλινών περιοχών είναι η υπερβόσκηση που απογυμνώνει το έδαφος από τη φυσική βλάστηση και το αφήνει εκτεθειμένο στις βροχοπτώσεις και την επιφανειακή ροή του νερού. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην τήρηση των ορίων πυκνότητας ζώων.

Συμπίεση εδάφους

Με τη διέλευση αγροτικών οχημάτων και τρακτέρ από τους ελαιώνες ειδικά τους χειμερινούς μήνες που το έδαφος είναι υγρό, το έδαφος συμπιέζεται με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η δομή του και να δυσκολεύει η είσοδος αέρα στους εδαφικούς πόρους, μια διαδικασία που είναι καθοριστική για τη γονιμότητα του εδάφους. Σε ελαιώνες όπου ο κίνδυνος συμπίεσης του εδάφους είναι μεγάλος ή το έδαφος παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής συμπίεση (τροχοσυμπιέση, αροτροσυμπιέση) πρέπει να λαμβάνονται και να τηρούνται ειδικά μέτρα με τα οποία εκμηδενίζεται ή ελαχιστοποιείται η πιθανότητα εκδήλωσης του φαινόμενου.

Η ευαισθησία των εδαφών στην συμπίεση εξαρτάται από τους παρακάτω παράγοντες:

1. Τύπος εδάφους: Τα αργιλώδη εδάφη θεωρούνται πιο ευαίσθητα από τα αμμώδη. 

2. Εδαφική υγρασία: Το έδαφος είναι πολύ πιο ευαίσθητο όταν είναι υγρό από ότι όταν είναι ξηρό. 

3. Βαθμός πυκνότητας συσσωματωμάτων: Όσο πιο χαλαρή είναι η επιφάνεια του εδάφους (π.χ. έδαφος που έχει οργωθεί πρόσφατα), τόσο πιο έκδηλη είναι η επίπτωση των τροχοσυμπιέσεων.

Στα ευαίσθητα εδάφη ενθαρρύνεται η ακαλλιέργεια και, όπου αυτό δεν είναι εφικτό, συνίσταται η μειωμένη μηχανική κατεργασία του εδάφους.

Λοιποί Χειρισμοί του Εδάφους

Διατήρηση και Αύξηση της Οργανικής Ουσίας

Η περιεκτικότητα του εδάφους σε οργανική ουσία είναι μια ιδιότητα που παίζει καθοριστικό ρόλο στη γονιμότητα του και συνεπώς ενδιαφέρει άμεσα τους αγρότες καθώς επηρεάζει την παραγωγικότητα των ελαιόδεντρων και το κόστος λίπανσης. Οι ελαιοκαλλιεργητές πρέπει να λαμβάνουν μέτρα με στόχο την διατήρηση και την αύξηση της οργανικής ουσίας και της βιολογικής δραστηριότητας στο έδαφος ιδιαίτερα σε εδάφη που παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο συμπίεσης και διάβρωσης. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένα μέτρα διατήρησης και αύξησης της οργανικής ουσίας των εδαφών:

  • Οργανική λίπανση των αγροτεμαχίων με προσθήκη χωνεμένης κοπριάς, όταν είναι εύκολη η εξεύρεση της, ή άλλων οργανικών ουσιών.
  • Τεχνητή φυτοκάλυψη του εδάφους. Το φθινόπωρο σπέρνεται το κατάλληλο για τον τύπο του εδάφους φυτό (ψυχανθές, σιτηρά) – συνήθως κατά λωρίδες μεταξύ των γραμμών των δένδρων – και στο κατάλληλο στάδιο ανάπτυξης αυτά ενσωματώνονται στο έδαφος (χλωρή λίπανση) ή αποξηραίνονται με ένα μεταφυτρωτικό ζιζανιοκτόνο και αφήνονται στην επιφάνεια.

Χημική Απολύμανση

Η χημική απολύμανση των εδαφών δεν αποτελεί συνηθισμένη πρακτική στους ελαιώνες της Κρήτης. Με δεδομένους τους κινδύνους ρύπανσης του περιβάλλοντος και επιβάρυνσης της υγείας των αγροτών, πρέπει να αποφεύγεται και να εφαρμόζεται μόνο εφόσον κριθεί απαραίτητη. Για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης εφαρμογής πρέπει καταρχήν να προσδιορίζονται τα εδαφογενή παθογόνα, τα οποία προκάλεσαν ή ενδέχεται να προκαλέσουν την εκδήλωση σοβαρών ασθενειών στους ελαιώνες. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα παθογόνα που ευθύνονται για σηψιρριζίες και αδρομύκωση της ελιάς. Επίσης καλό είναι να αξιοποιούνται οι εναλλακτικοί τρόποι καταπολέμησης (όπως ηλιοαπολύμανση, απολύμανση με ατμό, οι θέσεις φύτευσης των μολυσμένων δένδρων να παραμείνουν κενές για τουλάχιστον 3 χρόνια και να δεχτούν τις απαιτούμενες καλλιεργητικές φροντίδες) και να εξετάζεται αν είναι εφικτή η υλοποίηση τους για ένα συγκεκριμένο ελαιώνα.